παράγκα

παράγκα
[паранга] ουσ. Θ. барак, сарай, амбар,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παράγκα" в других словарях:

  • παράγκα — και μπαράγκα και μπαράκα, η πρόχειρο, μικρό συνήθως, οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, παράπηγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μπαράκα (< ιταλ. baracca) με μετάθεση τής ηχηρότητας] …   Dictionary of Greek

  • παράγκα — η (λ. ιταλ.), πρόχειρο με σανίδια ή τενεκέδες παράπηγμα: Τους σεισμόπληκτους τους στέγασαν σε παράγκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγκούλα — η [παράγκα] μικρή παράγκα …   Dictionary of Greek

  • Old Parliament House, Athens — The National Historical Museum of Greece Established 1960 Location Stadiou Street, Athens, Greece Website …   Wikipedia

  • Национальный исторический музей Греции — Координаты: 37°58′39″ с. ш. 23°43′58″ в. д. / 37.9775° с. ш. 23.732778° в. д …   Википедия

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… …   Dictionary of Greek

  • μπαράγκα — και μπαράκα, η (Μ μπαράγκα και μπαράκα) βλ. παράγκα …   Dictionary of Greek

  • ξυλόσπιτο — το ξύλινο σπίτι ή ξύλινη παράγκα, παράπηγμα …   Dictionary of Greek

  • παράπηγμα — το, ΝΜΑ [παραπήγνυμι] νεοελλ. 1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα 2. στον πληθ. τα παραπήγματα α) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα τού σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι… …   Dictionary of Greek

  • παραγκούχος — ο ιδιοκτήτης παράγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράγκα + ούχος) < έχω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»